ἀναβλαστήσῃ

ἀναβλαστήσῃ
ἀναβλαστήσηι , ἀναβλάστησις
up-shooting
fem dat sg (epic)
ἀναβλαστάνω
shoot up
aor subj mid 2nd sg
ἀναβλαστάνω
shoot up
aor subj act 3rd sg
ἀναβλαστάνω
shoot up
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναβλάστηση — η (Α ἀναβλάστησις) [ἀναβλαστάνω] βλάστηση, εκβλάστηση νεοελλ. η εκ νέου βλάστηση, ξαναφύτρωμα …   Dictionary of Greek

  • προσεκδρομή — ἡ, Α εκβολή, έκφυση βλαστών, αναβλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκδρομή (για φυτά) «αναβλάστηση, βλαστός, κλαδί»] …   Dictionary of Greek

  • Νέφθυς — Αιγυπτιακή θεότητα κατά την αρχαιότητα. Ήταν κόρη του Σεβ (Γη) και της Νουτ (Ουρανού), σύζυγος του Σετ, από τον οποίο γέννησε τον Άνουβη, και αδελφή του Όσιρη και της Ίσιδας. Στον περίφημο μύθο του Όσιρη, ο οποίος κατατεμαχίστηκε από τον Σετ, η Ν …   Dictionary of Greek

  • αναβλάστημα — το [αναβλαστάνω] 1. νέος βλαστός, βλαστάρι, φυντάνι 2. αναβλάστηση …   Dictionary of Greek

  • αναβλαστάνω — (Α ἀναβλαστάνω) βλαστάνω εκ νέου, ξαναφυτρώνω νεοελλ. απλώς βλαστάνω, φυτρώνω αρχ. 1. αναζωογονούμαι, ξανανιώνω 2. (για πόλεις) ξαναβρίσκω την παλαιά μου ακμή και δόξα 3. παρουσιάζομαι, φανερώνομαι, ξεφυτρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλαστάνω. ΠΑΡ …   Dictionary of Greek

  • απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • εκβολή — η (AM ἐκβολή) 1. το να εκβάλλεται κάτι, να βγαίνει από τη θέση του, εξαγωγή, βγάλσιμο («εκβολή ριζών») 2. το μέρος όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα νεοελλ. (ως ναυτικός όρος) είδος αβαρίας αρχ. μσν. 1. εκδίωξη, εξορία 2. φρ. «ἐκβολὴ ἄρθρου»… …   Dictionary of Greek

  • εκδρομή — η (AM ἐκδρομή) 1. μετάβαση για ώρες ή μέρες σε άλλη τοποθεσία, πόλη ή χώρα για αναψυχή, διασκέδαση 2. η συμμετοχή σε διάφορες εκδηλώσεις, η επίσκεψη μουσείων, ιστορικών χώρων κ.λπ. μσν. 1. (για χρόνο) πέρασμα αρχ. 1. εξόρμηση, έφοδος 2. το σύνολο …   Dictionary of Greek

  • αίρα ή είρα — Φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών, κοινότατο ζιζάνιο σε όλη την Ελλάδα, ιδίως του σιταριού και του κριθαριού. Η επιστημονική του ονομασία είναι λόλιο το μεθυστικό. Τα σπέρματά του περιέχουν μια τοξική ουσία, που οφείλεται σε συμβίωση με το… …   Dictionary of Greek

  • βοσκότοπος — Μικρή ή μεγάλη ακαλλιέργητη έκταση, με ποώδη φυτική κάλυψη, που χρησιμοποιείται από τα οικόσιτα ή νομαδικά φυτοφάγα ζώα. Ονομάζεται επίσης και βοσκή. Οι φυσικοί β. διαμορφώνονται είτε σε ειδικές συνθήκες, όπως αυτές που προκαλούνται από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”